- ισομετωπος
- ἰσομέτωποςἰσο-μέτωπος2двигающийся голова в голову (с кем-л.), т.е. соблюдающий равнение по фронту
(ξὺν τοῖς ἐκδρόμοις Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ξὺν τοῖς ἐκδρόμοις Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ισομέτωπος — ἰσομέτωπος, ον (Α) (για παράταξη μάχης) αυτός που έχει ίσο μέτωπο, ίσο μήκος μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) + μέτωπον] … Dictionary of Greek
ἰσομετώπως — ἰσομέτωπος with equal forehead adverbial ἰσομέτωπος with equal forehead masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομετώπους — ἰσομέτωπος with equal forehead masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομετώπων — ἰσομέτωπος with equal forehead masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομέτωποι — ἰσομέτωπος with equal forehead masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek